- ἰσάνεμον
- ἰσάνεμοςswift as the windmasc/fem acc sgἰσάνεμοςswift as the windneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισάνεμος — ἰσάνεμος, ον (Α) ταχύς σαν τον άνεμο («τὸν ἰσάνεμόν τε ποδοῑν Ἀχιλῆα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. αλεξ άνεμος, παυσ άνεμος] … Dictionary of Greek